- εὐέμπρηστος
- εὐέμ-πρηστος, ον,A easily set on fire, dub. in Diog.Oen.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευέμπρηστος — εὐέμπρηστος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος εύκολα να κάψει, να πυρπολήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εμ πρηστος (< εμ πίμπρημι), πρβλ. δυσ έμ πρηστος] … Dictionary of Greek
εὐέμπρηστον — εὐέμπρηστος easily set on fire masc/fem acc sg εὐέμπρηστος easily set on fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)